Η Αικατερίνη, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη ζωή της δική της και της φίλης της, της Αφροδίτης, στα χρόνια της εφηβείας με διάθεση αυτοσαρκασμού και πολύ χιούμορ. Κι οι δυο, είναι τα «φυτά» του σχολείου και οι «Μεγάλες» του σπιτιού. Πρότυπα με «πι» κεφαλαίο μες σε χρυσές κορνίζες.
Η πρώτη «έξοδος» είναι της Αικατερίνης. Ο καινούριος εαυτός της την μπερδεύει:
«Ποια είμαι τελικά;» αναρωτιέμαι. «Με ξέρω ή δε με ξέρω;» Όλα μέσα μου αλλάζουν. Είμαι σ’ ένα χάος. ‘Όλα όσα πίστευα μέχρι χτες, τώρα τ’ αμφισβητώ. Με στενεύουν κι αυτά σαν τα ρούχα μου καθώς μεγαλώνω και τα πετάω. Απορώ κι εγώ με μένα. Ποιος να το φανταζόταν; Εγώ, να απαιτώ, να ζητάω, να λέω «θέλω». Να ταυτίζομαι μ αυτό που σθεναρά πολεμούσα στο πρόσωπο του αδερφού μου χρόνια τώρα. Να αποποιούμαι το σκήπτρο της «γονεϊκής» εξουσίας που με τόση προσπάθεια κι αγώνα είχα αποχτήσει. Να αποσκιρτώ από την τριαδικότητα της σύνεσης, με τον μπαμπά και τη μαμά παρέα, και ν’ αλλάζω στρατόπεδο! Να γίνομαι παιδί...
Όσο για την Αφροδίτη... Ολόκληρη ιστορία η δική της έξοδος!...
Κανένας δεν περίμενε να γίνει αυτό που έγινε. Αλλά έτσι είναι... Όπου δυσκολεύεται να μιλήσει το στόμα μιλάει το σώμα.